ιερογλυφικός

ιερογλυφικός
η , ό[ν] 1.
1) иероглифический; 2) неразборчивый, непонятный; 2. (η) иероглифика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιερογλυφικός" в других словарях:

  • ἱερογλυφικός — hieroglyphic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερογλυφικός — ή, ό (ΑΜ ιερογλυφικός, ή, όν) [ιερογλύφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα) τα συμβολικά σημεία τής… …   Dictionary of Greek

  • ιερογλυφικός — ή, ό 1. αυτός που παρασταίνεται με εικόνες: Η ιερογλυφική γραφή προήλθε από την ιδεογραφία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ιερογλυφικά τα γράμματα των αρχαίων Αιγυπτίων, σύμβολα εικόνες που δήλωναν κάποιο πράγμα. 3. μτφ., ό,τι είναι δυσανάγνωστο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱερογλυφικά — ἱερογλυφικός hieroglyphic neut nom/voc/acc pl ἱερογλυφικά̱ , ἱερογλυφικός hieroglyphic fem nom/voc/acc dual ἱερογλυφικά̱ , ἱερογλυφικός hieroglyphic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῶν — ἱερογλυφικός hieroglyphic fem gen pl ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικοῖς — ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικήν — ἱερογλυφικός hieroglyphic fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῶς — ἱερογλυφικός hieroglyphic adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερογλυφικῷ — ἱερογλυφικός hieroglyphic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Egyptian hieroglyphs — A section of the Papyrus of Ani showing cursive hieroglyphs …   Wikipedia

  • hieroglífico — (del lat. «hieroglyphĭcus», del gr. «hieroglyphikós») m. Jeroglífico. * * * hieroglífico, ca. (Del lat. hieroglyphĭcus, y este del gr. ἱερογλυφικός). adj. p. us. jeroglífico. U. t. c. s …   Enciclopedia Universal


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»